- κυάνωση
- Υποκύανη (γαλαζωπή) ή μελανή χροιά του δέρματος και των βλεννογόνων. Οφείλεται σε ελλιπή οξυγόνωση του αίματος και, συγκεκριμένα, όταν στο αίμα που κυκλοφορεί η απόλυτη τιμή της αναχθείσας αιμοσφαιρίνης δεν ξεπερνά τα 5 γρ. ανά 100 κ. εκ. αίματος. Το φαινόμενο γίνεται ευκρινές στα άκρα (νύχια, χείλη, άκρη της μύτης, λοβοί των αφτιών κ.α.) και προκύπτει όταν είναι ανεπαρκές το οξυγόνο των κυψελίδων του πνεύμονα (μεγάλο ύψος, απόφραξη του λάρυγγα, της τραχείας ή των βρόγχων)· όταν νοσήματα του πνεύμονα (πνευμονίες, πνευμονοκωνιάσεις) έχουν προκαλέσει ελάττωση του αριθμού των κυψελίδων που λειτουργούν· όταν το οξυγόνο δεν μπορεί να περάσει από τα κυψελιδικά τοιχώματα στο αίμα (πνευμονικό οίδημα, τοξικά αέρια κ.ά.) ή όταν φλεβικό αίμα περνάει απευθείας στην αρτηριακή κυκλοφορία χωρίς να εμπλουτιστεί με οξυγόνο στους πνεύμονες (σε μερικές συγγενείς καρδιοπάθειες ή σε αρτηριοφλεβικά ανευρύσματα του πνεύμονα). Στις περιπτώσεις αυτές κυκλοφορεί αίμα που δεν έχει οξυγονωθεί επαρκώς και περιέχει μεγάλη ποσότητα αναχθείσας αιμοσφαιρίνης. Η κ. μπορεί να εμφανιστεί επίσης όταν, εξαιτίας είτε ανεπαρκούς παροχής είτε κακής παροχέτευσης, το αίμα χάνει περιφερειακά περισσότερο οξυγόνο σε σχέση με τις φυσιολογικές συνθήκες, γεγονός που συμβαίνει σε αρτηριακά ή φλεβικά νοσήματα (τοπικές κ.) και στις καρδιοκυκλοφορικές ανεπάρκειες, όπου το αίμα κινείται με βραδύτητα και η κ. προσβάλλει επίσης τα σπλάγχνα.
Ιδιαίτεροι τύποι κ. είναι εκείνοι που οφείλονται στην αλλοίωση της αιμοσφαιρίνης, όπως στις δηλητηριάσεις που προκαλούν τον σχηματισμό μεθαιμοσφαιρίνης, θειοαιμοσφαιρίνης ή ανθρακυλαιμοσφαιρίνης (δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα ή από φωταέριο). Όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις το χρώμα δεν είναι ερυθρό-κυανωπό, αλλά κυανό-γκρι, κυανό-φαιό και ερυθρό-κερασί αντίστοιχα.
* * *η (Α κυάνωσις)νεοελλ.1. η αλλαγή χρώματος προς το κυανό2. ιατρ. κυανή χρώση τού δέρματος και τών βλενογόννων—ιδιαίτερα εμφανής στα χείλη, στα πτερύγια τής μύτης και στα νύχια— που αντιστοιχεί σε υπερβολική ποσότητα αναχθείσας, δηλαδή μη συνδεδεμένης με οξυγόνο, αιμοσφαιρίνης στο αίμα τών τριχοειδών αγγείων3. μέθοδος αποχωρισμού πολύτιμων μετάλλων από τα χώματα και τα πετρώματα στα οποία περιέχονται, με χρησιμοποίηση κυανιούχων αλκαλίων, αλλ. κυανίωση4. επίχριση μετάλλινων αντικειμένων με οξύ για προστασία από την οξείδωση5. (τροφ. τεχνολ.) αλλοίωση, θόλωμα τών κρασιών που περιέχουν μικρές ποσότητες αλάτων τρισθενούς σιδήρου και ταννίνηςαρχ.το βαθυκύανο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κυανό-ω/ῶ < κύανος. Η λ. ως επιστημονικός όρος τής ιατρικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cyanosis < νεώτ. λατ. cyanosis < κυάνωση].
Dictionary of Greek. 2013.